Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπάνοιξις
ἐπανοιστέον
ἐπανορθόω
ἐπανόρθωμα
ἐπανόρθωσις
ἐπανορθωτέος
ἐπανορθωτής
ἐπανορθωτικός
ἐπανσιδέω
ἐπάντης
ἐπαντιάζω
ἐπαντίθετος
ἐπαντλέω
ἐπάντλημα
ἐπάντλησις
ἐπαντλητέον
ἐπαντλητός
ἐπανύω
ἐπάνω
ἐπάνωθεν
ἐπαξιέραστος
View word page
ἐπαντιάζω
to fall in with
ShortDef
to fall in with
Debugging
Headword:
ἐπαντιάζω
Headword (normalized):
ἐπαντιάζω
Headword (normalized/stripped):
επαντιαζω
IDX:
32326
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32327
Key:
Data
{'content': 'to fall in with'}