Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπανίσωσις
ἐπανιτέον
ἐπανιτέος
ἐπάνοδος
ἐπανοίγω
ἐπανοίκτωρ
ἐπάνοιξις
ἐπανοιστέον
ἐπανορθόω
ἐπανόρθωμα
ἐπανόρθωσις
ἐπανορθωτέος
ἐπανορθωτής
ἐπανορθωτικός
ἐπανσιδέω
ἐπάντης
ἐπαντιάζω
ἐπαντίθετος
ἐπαντλέω
ἐπάντλημα
ἐπάντλησις
View word page
ἐπανόρθωσις
a correcting, revisal

ShortDef

a correcting, revisal

Debugging

Headword:
ἐπανόρθωσις
Headword (normalized):
ἐπανόρθωσις
Headword (normalized/stripped):
επανορθωσις
IDX:
32320
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32321
Key:

Data

{'content': 'a correcting, revisal'}