Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπανίστημι
ἐπανίσωσις
ἐπανιτέον
ἐπανιτέος
ἐπάνοδος
ἐπανοίγω
ἐπανοίκτωρ
ἐπάνοιξις
ἐπανοιστέον
ἐπανορθόω
ἐπανόρθωμα
ἐπανόρθωσις
ἐπανορθωτέος
ἐπανορθωτής
ἐπανορθωτικός
ἐπανσιδέω
ἐπάντης
ἐπαντιάζω
ἐπαντίθετος
ἐπαντλέω
ἐπάντλημα
View word page
ἐπανόρθωμα
a correction

ShortDef

a correction

Debugging

Headword:
ἐπανόρθωμα
Headword (normalized):
ἐπανόρθωμα
Headword (normalized/stripped):
επανορθωμα
IDX:
32319
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32320
Key:

Data

{'content': 'a correction'}