Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπανατρίβω
ἐπανατροπιάζω
ἐπανατρυγάω
ἐπαναφέρω
ἐπαναφορά
ἐπαναφορικός
ἐπαναφυσάω
ἐπαναφύω
ἐπαναφωνέω
ἐπαναχέω
ἐπαναχρεμπτήριος
ἐπαναχρέμπτομαι
ἐπανάχρεμψις
ἐπαναχωρέω
ἐπαναχώρησις
ἐπανδιπλάζω
ἔπανδρος
ἐπανδρόω
ἐπανειλέω
ἐπάνειμι
ἐπανειπεῖν
View word page
ἐπαναχρεμπτήριος
promoting expectoration

ShortDef

promoting expectoration

Debugging

Headword:
ἐπαναχρεμπτήριος
Headword (normalized):
ἐπαναχρεμπτήριος
Headword (normalized/stripped):
επαναχρεμπτηριος
IDX:
32265
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32266
Key:

Data

{'content': 'promoting expectoration'}