Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκροτομία
ἀκρότομος
ἀκρότονος
ἄκρουλος
ἀκρουρανία
ἀκρουροβόρη
ἄκρουστος
ἀκρουχέω
ἀκροφαληριάω
ἀκροφανής
ἀκροφυής
ἀκροφύλαξ
ἀκρόφυλλος
ἀκροφύσιον
ἀκροχάλιξ
ἀκροχανής
ἀκροχειρίζω
ἀκροχειρισμός
ἀκρόχειρον
ἀκροχέριον
ἀκροχηνίσκοι
View word page
ἀκροφυής
grown high up on a tree

ShortDef

grown high up on a tree

Debugging

Headword:
ἀκροφυής
Headword (normalized):
ἀκροφυής
Headword (normalized/stripped):
ακροφυης
IDX:
3225
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3226
Key:

Data

{'content': 'grown high up on a tree'}