Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπανακύπτω
ἐπαναλαμβάνω
ἐπαναλέγω
ἐπαναλείφω
ἐπαναληπτέον
ἐπαναληπτικῶς
ἐπανάληψις
ἐπαναλίσκω
ἐπανάλυσις
ἐπαναλύω
ἐπαναλωτής
ἐπαναμένω
ἐπαναμιμνῄσκω
ἐπανάμνησις
ἐπανανεάζω
ἐπανανεόομαι
ἐπανανέωσις
ἐπανάπαυσις
ἐπαναπαύω
ἐπαναπέμπω
ἐπαναπεράω
View word page
ἐπαναλωτής
spendthrift

ShortDef

spendthrift

Debugging

Headword:
ἐπαναλωτής
Headword (normalized):
ἐπαναλωτής
Headword (normalized/stripped):
επαναλωτης
IDX:
32208
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32209
Key:

Data

{'content': 'spendthrift'}