Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπανακράζω
ἐπανακρεμάννυμαι
ἐπανάκρουσις
ἐπανακρούω
ἐπανακτάομαι
ἐπανακτέον
ἐπανακτικός
ἐπανακυκλέω
ἐπανακύκλησις
ἐπανακύπτω
ἐπαναλαμβάνω
ἐπαναλέγω
ἐπαναλείφω
ἐπαναληπτέον
ἐπαναληπτικῶς
ἐπανάληψις
ἐπαναλίσκω
ἐπανάλυσις
ἐπαναλύω
ἐπαναλωτής
ἐπαναμένω
View word page
ἐπαναλαμβάνω
to take up again, resume, repeat

ShortDef

to take up again, resume, repeat

Debugging

Headword:
ἐπαναλαμβάνω
Headword (normalized):
ἐπαναλαμβάνω
Headword (normalized/stripped):
επαναλαμβανω
IDX:
32199
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32200
Key:

Data

{'content': 'to take up again, resume, repeat'}