Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀκρόσφυρα
ἀκροσχιδής
ἀκροτελεύτιον
ἀκροτελής
ἀκροτενής
ἀκρότης
ἀκρότητος
ἀκροτομέω
ἀκροτομία
ἀκρότομος
ἀκρότονος
ἄκρουλος
ἀκρουρανία
ἀκρουροβόρη
ἄκρουστος
ἀκρουχέω
ἀκροφαληριάω
ἀκροφανής
ἀκροφυής
ἀκροφύλαξ
ἀκρόφυλλος
View word page
ἀκρότονος
strained to the utmost, muscular
ShortDef
strained to the utmost, muscular
Debugging
Headword:
ἀκρότονος
Headword (normalized):
ἀκρότονος
Headword (normalized/stripped):
ακροτονος
IDX:
3217
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3218
Key:
Data
{'content': 'strained to the utmost, muscular'}