Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπαναγκαστής
ἐπαναγκαστικός
ἐπανάγκης
ἐπαναγορεύω
ἐπανάγω
ἐπαναγωγή
ἐπαναγωγός
ἐπαναδέρω
ἐπαναδίδωμι
ἐπαναδιπλάζω
ἐπαναδιπλασιασμός
ἐπαναδιπλόω
ἐπαναδίπλωμα
ἐπαναδίπλωσις
ἐπανάδοσις
ἐπαναζεύγνυμι
ἐπανάζευξις
ἐπαναζώννυμαι
ἐπαναθεάομαι
ἐπαναθερμαίνομαι
ἐπαναθέω
View word page
ἐπαναδιπλασιασμός
doubling
ShortDef
doubling
Debugging
Headword:
ἐπαναδιπλασιασμός
Headword (normalized):
ἐπαναδιπλασιασμός
Headword (normalized/stripped):
επαναδιπλασιασμος
IDX:
32162
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32163
Key:
Data
{'content': 'doubling'}