Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπαναγκαστέον
ἐπαναγκαστής
ἐπαναγκαστικός
ἐπανάγκης
ἐπαναγορεύω
ἐπανάγω
ἐπαναγωγή
ἐπαναγωγός
ἐπαναδέρω
ἐπαναδίδωμι
ἐπαναδιπλάζω
ἐπαναδιπλασιασμός
ἐπαναδιπλόω
ἐπαναδίπλωμα
ἐπαναδίπλωσις
ἐπανάδοσις
ἐπαναζεύγνυμι
ἐπανάζευξις
ἐπαναζώννυμαι
ἐπαναθεάομαι
ἐπαναθερμαίνομαι
View word page
ἐπαναδιπλάζω
reiterate questions

ShortDef

reiterate questions

Debugging

Headword:
ἐπαναδιπλάζω
Headword (normalized):
ἐπαναδιπλάζω
Headword (normalized/stripped):
επαναδιπλαζω
IDX:
32161
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32162
Key:

Data

{'content': 'reiterate questions'}