Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπανάβασις
ἐπαναβιβάζω
ἐπαναβιβασμός
ἐπαναβλαστάνω
ἐπαναβληδόν
ἐπαναβοάω
ἐπαναγιγνώσκω
ἐπαναγκάζω
ἐπαναγκαστέον
ἐπαναγκαστής
ἐπαναγκαστικός
ἐπανάγκης
ἐπαναγορεύω
ἐπανάγω
ἐπαναγωγή
ἐπαναγωγός
ἐπαναδέρω
ἐπαναδίδωμι
ἐπαναδιπλάζω
ἐπαναδιπλασιασμός
ἐπαναδιπλόω
View word page
ἐπαναγκαστικός
coercive, potent

ShortDef

coercive, potent

Debugging

Headword:
ἐπαναγκαστικός
Headword (normalized):
ἐπαναγκαστικός
Headword (normalized/stripped):
επαναγκαστικος
IDX:
32153
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32154
Key:

Data

{'content': 'coercive, potent'}