Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀκροστόλιον
ἀκροστόμιον
ἀκροσφαλής
ἀκρόσφυρα
ἀκροσχιδής
ἀκροτελεύτιον
ἀκροτελής
ἀκροτενής
ἀκρότης
ἀκρότητος
ἀκροτομέω
ἀκροτομία
ἀκρότομος
ἀκρότονος
ἄκρουλος
ἀκρουρανία
ἀκρουροβόρη
ἄκρουστος
ἀκρουχέω
ἀκροφαληριάω
ἀκροφανής
View word page
ἀκροτομέω
to lop off, shave the surface
ShortDef
to lop off, shave the surface
Debugging
Headword:
ἀκροτομέω
Headword (normalized):
ἀκροτομέω
Headword (normalized/stripped):
ακροτομεω
IDX:
3214
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3215
Key:
Data
{'content': 'to lop off, shave the surface'}