Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπαμφιβάλλω
ἐπαμφιέννυμι
ἐπαμφίλλογος
ἐπαμφισβητέω
ἐπαμφόδιος
ἐπάμφορος
ἐπαμφοτερής
ἐπαμφοτεριζόντως
ἐπαμφοτερίζω
ἐπαμφοτερισμός
ἐπαμφοτεριστής
ἐπαμφότερος
ἑπάμων
ἐπαναβαθμός
ἐπαναβαίνω
ἐπαναβάλλω
ἐπανάβασις
ἐπαναβιβάζω
ἐπαναβιβασμός
ἐπαναβλαστάνω
ἐπαναβληδόν
View word page
ἐπαμφοτεριστής
waverer

ShortDef

waverer

Debugging

Headword:
ἐπαμφοτεριστής
Headword (normalized):
ἐπαμφοτεριστής
Headword (normalized/stripped):
επαμφοτεριστης
IDX:
32137
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32138
Key:

Data

{'content': 'waverer'}