Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπαλλάσσω
ἐπαλληλία
ἐπάλληλος
ἐπαλληλότης
ἐπαλλόκαυλος
ἐπάλξιον
ἔπαλξις
ἐπαλξίτης
ἔπαλπνος
ἐπαλφιτόω
ἐπαλωστής
ἐπαμαξεύω
ἐπαμάομαι
ἐπαμβατήρ
ἐπαμείβω
Ἐπαμεινώνδας
ἐπαμοιβαδίς
ἐπαμοίβιμος
ἐπαμοιβός
ἐπαμπέχω
ἐπαμύντωρ
View word page
ἐπαλωστής
one who threshes with oxen

ShortDef

one who threshes with oxen

Debugging

Headword:
ἐπαλωστής
Headword (normalized):
ἐπαλωστής
Headword (normalized/stripped):
επαλωστης
IDX:
32115
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32116
Key:

Data

{'content': 'one who threshes with oxen'}