Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπαλινδέομαι
ἐπαλκής
ἐπαλλαγή
ἐπαλλάξ
ἐπάλλαξις
ἐπαλλάσσω
ἐπαλληλία
ἐπάλληλος
ἐπαλληλότης
ἐπαλλόκαυλος
ἐπάλξιον
ἔπαλξις
ἐπαλξίτης
ἔπαλπνος
ἐπαλφιτόω
ἐπαλωστής
ἐπαμαξεύω
ἐπαμάομαι
ἐπαμβατήρ
ἐπαμείβω
Ἐπαμεινώνδας
View word page
ἐπάλξιον
parapet

ShortDef

parapet

Debugging

Headword:
ἐπάλξιον
Headword (normalized):
ἐπάλξιον
Headword (normalized/stripped):
επαλξιον
IDX:
32110
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32111
Key:

Data

{'content': 'parapet'}