Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπακτός
ἐπακτρίς
ἐπακτροκέλης
ἐπαλαζονεύομαι
ἐπαλαλάζω
ἐπαλάομαι
ἐπαλαστέω
ἐπαλγέω
ἐπαλγής
ἐπαλγύνω
ἐπάλειμμα
ἐπαλειπτέον
ἐπαλείφω
ἐπάλειψις
ἐπαλέξω
ἐπαλετρεύω
ἐπαληθεύω
ἐπαλής
ἐπαλθέω
ἐπαλθής
ἐπαλινδέομαι
View word page
ἐπάλειμμα
unguent

ShortDef

unguent

Debugging

Headword:
ἐπάλειμμα
Headword (normalized):
ἐπάλειμμα
Headword (normalized/stripped):
επαλειμμα
IDX:
32090
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32091
Key:

Data

{'content': 'unguent'}