Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπακροατής
ἔπακρος
ἐπακτέον
ἐπακτέος
ἐπακτήρ
ἐπακτικός
ἐπάκτιος
ἐπακτός
ἐπακτρίς
ἐπακτροκέλης
ἐπαλαζονεύομαι
ἐπαλαλάζω
ἐπαλάομαι
ἐπαλαστέω
ἐπαλγέω
ἐπαλγής
ἐπαλγύνω
ἐπάλειμμα
ἐπαλειπτέον
ἐπαλείφω
ἐπάλειψις
View word page
ἐπαλαζονεύομαι
boast over

ShortDef

boast over

Debugging

Headword:
ἐπαλαζονεύομαι
Headword (normalized):
ἐπαλαζονεύομαι
Headword (normalized/stripped):
επαλαζονευομαι
IDX:
32083
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32084
Key:

Data

{'content': 'boast over'}