Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπακρίζω
ἐπάκριος
ἐπακροάομαι
ἐπακροατής
ἔπακρος
ἐπακτέον
ἐπακτέος
ἐπακτήρ
ἐπακτικός
ἐπάκτιος
ἐπακτός
ἐπακτρίς
ἐπακτροκέλης
ἐπαλαζονεύομαι
ἐπαλαλάζω
ἐπαλάομαι
ἐπαλαστέω
ἐπαλγέω
ἐπαλγής
ἐπαλγύνω
ἐπάλειμμα
View word page
ἐπακτός
brought in, imported

ShortDef

brought in, imported

Debugging

Headword:
ἐπακτός
Headword (normalized):
ἐπακτός
Headword (normalized/stripped):
επακτος
IDX:
32080
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32081
Key:

Data

{'content': 'brought in, imported'}