Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκροσαπής
ἀκροσίδηρος
ἀκροσκιρία
ἀκρόσοφος
ἄκροσσος
ἀκροστήθιον
ἀκροστιχίς
ἀκροστόλιον
ἀκροστόμιον
ἀκροσφαλής
ἀκρόσφυρα
ἀκροσχιδής
ἀκροτελεύτιον
ἀκροτελής
ἀκροτενής
ἀκρότης
ἀκρότητος
ἀκροτομέω
ἀκροτομία
ἀκρότομος
ἀκρότονος
View word page
ἀκρόσφυρα
woman's shoes

ShortDef

woman's shoes

Debugging

Headword:
ἀκρόσφυρα
Headword (normalized):
ἀκρόσφυρα
Headword (normalized/stripped):
ακροσφυρα
IDX:
3207
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3208
Key:

Data

{'content': "woman's shoes"}