Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄκρος
ἀκροσαπής
ἀκροσίδηρος
ἀκροσκιρία
ἀκρόσοφος
ἄκροσσος
ἀκροστήθιον
ἀκροστιχίς
ἀκροστόλιον
ἀκροστόμιον
ἀκροσφαλής
ἀκρόσφυρα
ἀκροσχιδής
ἀκροτελεύτιον
ἀκροτελής
ἀκροτενής
ἀκρότης
ἀκρότητος
ἀκροτομέω
ἀκροτομία
ἀκρότομος
View word page
ἀκροσφαλής
apt to trip, unsteady, precarious
ShortDef
apt to trip, unsteady, precarious
Debugging
Headword:
ἀκροσφαλής
Headword (normalized):
ἀκροσφαλής
Headword (normalized/stripped):
ακροσφαλης
IDX:
3206
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3207
Key:
Data
{'content': 'apt to trip, unsteady, precarious'}