Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπαιτητάριον
ἐπαιτιάομαι
ἐπαιτίνδα
ἐπαίτιος
ἐπαΐω
ἐπαιώνιος
ἐπαιωρέω
ἐπακανθίζω
ἐπακέομαι
ἐπακμάζω
ἐπακμαστικός
ἔπακμος
ἐπακοέω
ἐπακολουθέω
ἐπακολούθημα
ἐπακολούθησις
ἐπακολουθητέον
ἐπακολουθητικός
ἐπακολουθήτρια
ἐπακόλουθος
ἐπακονάω
View word page
ἐπακμαστικός
coming to a height

ShortDef

coming to a height

Debugging

Headword:
ἐπακμαστικός
Headword (normalized):
ἐπακμαστικός
Headword (normalized/stripped):
επακμαστικος
IDX:
32050
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32051
Key:

Data

{'content': 'coming to a height'}