Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀκρορρίνιον
ἀκρορρύμιον
ἄκρος
ἀκροσαπής
ἀκροσίδηρος
ἀκροσκιρία
ἀκρόσοφος
ἄκροσσος
ἀκροστήθιον
ἀκροστιχίς
ἀκροστόλιον
ἀκροστόμιον
ἀκροσφαλής
ἀκρόσφυρα
ἀκροσχιδής
ἀκροτελεύτιον
ἀκροτελής
ἀκροτενής
ἀκρότης
ἀκρότητος
ἀκροτομέω
View word page
ἀκροστόλιον
the gunwale
ShortDef
the gunwale
Debugging
Headword:
ἀκροστόλιον
Headword (normalized):
ἀκροστόλιον
Headword (normalized/stripped):
ακροστολιον
IDX:
3204
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3205
Key:
Data
{'content': 'the gunwale'}