Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπαιτέω
ἐπαίτης
ἐπαιτητάριον
ἐπαιτιάομαι
ἐπαιτίνδα
ἐπαίτιος
ἐπαΐω
ἐπαιώνιος
ἐπαιωρέω
ἐπακανθίζω
ἐπακέομαι
ἐπακμάζω
ἐπακμαστικός
ἔπακμος
ἐπακοέω
ἐπακολουθέω
ἐπακολούθημα
ἐπακολούθησις
ἐπακολουθητέον
ἐπακολουθητικός
ἐπακολουθήτρια
View word page
ἐπακέομαι
repair
ShortDef
repair
Debugging
Headword:
ἐπακέομαι
Headword (normalized):
ἐπακέομαι
Headword (normalized/stripped):
επακεομαι
IDX:
32048
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32049
Key:
Data
{'content': 'repair'}