Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπαισχύνομαι
ἐπαιτέω
ἐπαίτης
ἐπαιτητάριον
ἐπαιτιάομαι
ἐπαιτίνδα
ἐπαίτιος
ἐπαΐω
ἐπαιώνιος
ἐπαιωρέω
ἐπακανθίζω
ἐπακέομαι
ἐπακμάζω
ἐπακμαστικός
ἔπακμος
ἐπακοέω
ἐπακολουθέω
ἐπακολούθημα
ἐπακολούθησις
ἐπακολουθητέον
ἐπακολουθητικός
View word page
ἐπακανθίζω
pointed
ShortDef
pointed
Debugging
Headword:
ἐπακανθίζω
Headword (normalized):
ἐπακανθίζω
Headword (normalized/stripped):
επακανθιζω
IDX:
32047
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32048
Key:
Data
{'content': 'pointed'}