Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπαινουμένως
ἐπαιονάω
ἐπαίρω
ἐπαισθάνομαι
ἐπαίσθημα
ἐπαίσθησις
ἐπαΐσσω
ἐπάϊστος
ἐπαισχής
ἔπαισχρος
ἐπαισχύνομαι
ἐπαιτέω
ἐπαίτης
ἐπαιτητάριον
ἐπαιτιάομαι
ἐπαιτίνδα
ἐπαίτιος
ἐπαΐω
ἐπαιώνιος
ἐπαιωρέω
ἐπακανθίζω
View word page
ἐπαισχύνομαι
to be ashamed at

ShortDef

to be ashamed at

Debugging

Headword:
ἐπαισχύνομαι
Headword (normalized):
ἐπαισχύνομαι
Headword (normalized/stripped):
επαισχυνομαι
IDX:
32037
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32038
Key:

Data

{'content': 'to be ashamed at'}