Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπαινετέος
ἐπαινέτης
ἐπαινετικός
ἐπαινετός
ἐπαινέω
ἔπαινος
ἐπαινός
ἐπαινουμένως
ἐπαιονάω
ἐπαίρω
ἐπαισθάνομαι
ἐπαίσθημα
ἐπαίσθησις
ἐπαΐσσω
ἐπάϊστος
ἐπαισχής
ἔπαισχρος
ἐπαισχύνομαι
ἐπαιτέω
ἐπαίτης
ἐπαιτητάριον
View word page
ἐπαισθάνομαι
to have a perception

ShortDef

to have a perception

Debugging

Headword:
ἐπαισθάνομαι
Headword (normalized):
ἐπαισθάνομαι
Headword (normalized/stripped):
επαισθανομαι
IDX:
32030
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32031
Key:

Data

{'content': 'to have a perception'}