Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἔπαγρος
ἐπαγροσύνη
ἐπαγρυπνέω
ἐπαγρύπνησις
ἐπάγρυπνος
ἐπάγχιστος
ἐπάγω
ἐπαγωγεύς
ἐπαγωγή
ἐπαγωγικός
ἐπαγώγιμος
ἐπαγώγιον
ἐπαγωγίς
ἐπαγωγός
ἐπαγωνίζομαι
ἐπαείδω
ἐπαέξω
ἐπαθλοκομέω
ἔπαθλον
ἐπαθρέω
ἐπαθροίζομαι
View word page
ἐπαγώγιμος
imported
ShortDef
imported
Debugging
Headword:
ἐπαγώγιμος
Headword (normalized):
ἐπαγώγιμος
Headword (normalized/stripped):
επαγωγιμος
IDX:
31999
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32000
Key:
Data
{'content': 'imported'}