Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπαγορεύω
ἔπαγρος
ἐπαγροσύνη
ἐπαγρυπνέω
ἐπαγρύπνησις
ἐπάγρυπνος
ἐπάγχιστος
ἐπάγω
ἐπαγωγεύς
ἐπαγωγή
ἐπαγωγικός
ἐπαγώγιμος
ἐπαγώγιον
ἐπαγωγίς
ἐπαγωγός
ἐπαγωνίζομαι
ἐπαείδω
ἐπαέξω
ἐπαθλοκομέω
ἔπαθλον
ἐπαθρέω
View word page
ἐπαγωγικός
inductive

ShortDef

inductive

Debugging

Headword:
ἐπαγωγικός
Headword (normalized):
ἐπαγωγικός
Headword (normalized/stripped):
επαγωγικος
IDX:
31998
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31999
Key:

Data

{'content': 'inductive'}