Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπαγκωνισμός
ἐπαγλαΐζω
ἐπάγνυμι
ἐπαγοράζω
ἐπαγόρευσις
ἐπαγορεύω
ἔπαγρος
ἐπαγροσύνη
ἐπαγρυπνέω
ἐπαγρύπνησις
ἐπάγρυπνος
ἐπάγχιστος
ἐπάγω
ἐπαγωγεύς
ἐπαγωγή
ἐπαγωγικός
ἐπαγώγιμος
ἐπαγώγιον
ἐπαγωγίς
ἐπαγωγός
ἐπαγωνίζομαι
View word page
ἐπάγρυπνος
wakeful, sleepless

ShortDef

wakeful, sleepless

Debugging

Headword:
ἐπάγρυπνος
Headword (normalized):
ἐπάγρυπνος
Headword (normalized/stripped):
επαγρυπνος
IDX:
31993
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31994
Key:

Data

{'content': 'wakeful, sleepless'}