Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπάγγελμα
ἐπαγγελτήρ
ἐπαγγελτής
ἐπαγγελτικός
ἐπάγγελτος
ἐπαγείρω
ἐπάγερσις
ἐπαγινέω
ἐπαγκαλίζομαι
ἐπαγκυλέω
ἐπαγκυλίζομαι
ἐπαγκυλωτός
ἐπαγκωνίδιον
ἐπαγκωνισμός
ἐπαγλαΐζω
ἐπάγνυμι
ἐπαγοράζω
ἐπαγόρευσις
ἐπαγορεύω
ἔπαγρος
ἐπαγροσύνη
View word page
ἐπαγκυλίζομαι
to be fitted with an ἀγκύλη

ShortDef

to be fitted with an ἀγκύλη

Debugging

Headword:
ἐπαγκυλίζομαι
Headword (normalized):
ἐπαγκυλίζομαι
Headword (normalized/stripped):
επαγκυλιζομαι
IDX:
31980
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31981
Key:

Data

{'content': 'to be fitted with an ἀγκύλη'}