Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπαγανακτέω
ἐπαγάνωσις
ἐπαγγελία
ἐπαγγέλλω
ἐπάγγελμα
ἐπαγγελτήρ
ἐπαγγελτής
ἐπαγγελτικός
ἐπάγγελτος
ἐπαγείρω
ἐπάγερσις
ἐπαγινέω
ἐπαγκαλίζομαι
ἐπαγκυλέω
ἐπαγκυλίζομαι
ἐπαγκυλωτός
ἐπαγκωνίδιον
ἐπαγκωνισμός
ἐπαγλαΐζω
ἐπάγνυμι
ἐπαγοράζω
View word page
ἐπάγερσις
a mustering

ShortDef

a mustering

Debugging

Headword:
ἐπάγερσις
Headword (normalized):
ἐπάγερσις
Headword (normalized/stripped):
επαγερσις
IDX:
31976
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31977
Key:

Data

{'content': 'a mustering'}