Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπαγαίομαι
ἐπαγάλλομαι
ἐπαγανακτέω
ἐπαγάνωσις
ἐπαγγελία
ἐπαγγέλλω
ἐπάγγελμα
ἐπαγγελτήρ
ἐπαγγελτής
ἐπαγγελτικός
ἐπάγγελτος
ἐπαγείρω
ἐπάγερσις
ἐπαγινέω
ἐπαγκαλίζομαι
ἐπαγκυλέω
ἐπαγκυλίζομαι
ἐπαγκυλωτός
ἐπαγκωνίδιον
ἐπαγκωνισμός
ἐπαγλαΐζω
View word page
ἐπάγγελτος
voluntary
ShortDef
voluntary
Debugging
Headword:
ἐπάγγελτος
Headword (normalized):
ἐπάγγελτος
Headword (normalized/stripped):
επαγγελτος
IDX:
31974
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31975
Key:
Data
{'content': 'voluntary'}