Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑόρτασμα
ἑορταστής
ἑορταστικός
ἑορτή
ἑορτικός
ἑορτολόγιον
ἑορτώδης
ἑός
ἐπαβελτερόω
ἐπαγαίομαι
ἐπαγάλλομαι
ἐπαγανακτέω
ἐπαγάνωσις
ἐπαγγελία
ἐπαγγέλλω
ἐπάγγελμα
ἐπαγγελτήρ
ἐπαγγελτής
ἐπαγγελτικός
ἐπάγγελτος
ἐπαγείρω
View word page
ἐπαγάλλομαι
to glory in, exult in

ShortDef

to glory in, exult in

Debugging

Headword:
ἐπαγάλλομαι
Headword (normalized):
ἐπαγάλλομαι
Headword (normalized/stripped):
επαγαλλομαι
IDX:
31965
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31966
Key:

Data

{'content': 'to glory in, exult in'}