Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑόρτασις
ἑόρτασμα
ἑορταστής
ἑορταστικός
ἑορτή
ἑορτικός
ἑορτολόγιον
ἑορτώδης
ἑός
ἐπαβελτερόω
ἐπαγαίομαι
ἐπαγάλλομαι
ἐπαγανακτέω
ἐπαγάνωσις
ἐπαγγελία
ἐπαγγέλλω
ἐπάγγελμα
ἐπαγγελτήρ
ἐπαγγελτής
ἐπαγγελτικός
ἐπάγγελτος
View word page
ἐπαγαίομαι
exult in

ShortDef

exult in

Debugging

Headword:
ἐπαγαίομαι
Headword (normalized):
ἐπαγαίομαι
Headword (normalized/stripped):
επαγαιομαι
IDX:
31964
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31965
Key:

Data

{'content': 'exult in'}