Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἑορτάσιμος
ἑορτάσιος
ἑόρτασις
ἑόρτασμα
ἑορταστής
ἑορταστικός
ἑορτή
ἑορτικός
ἑορτολόγιον
ἑορτώδης
ἑός
ἐπαβελτερόω
ἐπαγαίομαι
ἐπαγάλλομαι
ἐπαγανακτέω
ἐπαγάνωσις
ἐπαγγελία
ἐπαγγέλλω
ἐπάγγελμα
ἐπαγγελτήρ
ἐπαγγελτής
View word page
ἑός
his, her own
ShortDef
his, her own
Debugging
Headword:
ἑός
Headword (normalized):
ἑός
Headword (normalized/stripped):
εος
IDX:
31962
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31963
Key:
Data
{'content': 'his, her own'}