Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἑορταῖος
ἑορτάσιμος
ἑορτάσιος
ἑόρτασις
ἑόρτασμα
ἑορταστής
ἑορταστικός
ἑορτή
ἑορτικός
ἑορτολόγιον
ἑορτώδης
ἑός
ἐπαβελτερόω
ἐπαγαίομαι
ἐπαγάλλομαι
ἐπαγανακτέω
ἐπαγάνωσις
ἐπαγγελία
ἐπαγγέλλω
ἐπάγγελμα
ἐπαγγελτήρ
View word page
ἑορτώδης
festal, solemn
ShortDef
festal, solemn
Debugging
Headword:
ἑορτώδης
Headword (normalized):
ἑορτώδης
Headword (normalized/stripped):
εορτωδης
IDX:
31961
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31962
Key:
Data
{'content': 'festal, solemn'}