Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἐορδοί
ἑορτά
ἑορτάζω
ἑορταῖος
ἑορτάσιμος
ἑορτάσιος
ἑόρτασις
ἑόρτασμα
ἑορταστής
ἑορταστικός
ἑορτή
ἑορτικός
ἑορτολόγιον
ἑορτώδης
ἑός
ἐπαβελτερόω
ἐπαγαίομαι
ἐπαγάλλομαι
ἐπαγανακτέω
ἐπαγάνωσις
ἐπαγγελία
View word page
ἑορτή
a feast

ShortDef

a feast

Debugging

Headword:
ἑορτή
Headword (normalized):
ἑορτή
Headword (normalized/stripped):
εορτη
IDX:
31958
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31959
Key:

Data

{'content': 'a feast'}