Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἔορ
Ἐορδία
Ἐορδοί
ἑορτά
ἑορτάζω
ἑορταῖος
ἑορτάσιμος
ἑορτάσιος
ἑόρτασις
ἑόρτασμα
ἑορταστής
ἑορταστικός
ἑορτή
ἑορτικός
ἑορτολόγιον
ἑορτώδης
ἑός
ἐπαβελτερόω
ἐπαγαίομαι
ἐπαγάλλομαι
ἐπαγανακτέω
View word page
ἑορταστής
reveller
ShortDef
reveller
Debugging
Headword:
ἑορταστής
Headword (normalized):
ἑορταστής
Headword (normalized/stripped):
εορταστης
IDX:
31956
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31957
Key:
Data
{'content': 'reveller'}