Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐόλει
ἔορ
Ἐορδία
Ἐορδοί
ἑορτά
ἑορτάζω
ἑορταῖος
ἑορτάσιμος
ἑορτάσιος
ἑόρτασις
ἑόρτασμα
ἑορταστής
ἑορταστικός
ἑορτή
ἑορτικός
ἑορτολόγιον
ἑορτώδης
ἑός
ἐπαβελτερόω
ἐπαγαίομαι
ἐπαγάλλομαι
View word page
ἑόρτασμα
festival, holiday

ShortDef

festival, holiday

Debugging

Headword:
ἑόρτασμα
Headword (normalized):
ἑόρτασμα
Headword (normalized/stripped):
εορτασμα
IDX:
31955
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31956
Key:

Data

{'content': 'festival, holiday'}