Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐοικότως
ἐόλει
ἔορ
Ἐορδία
Ἐορδοί
ἑορτά
ἑορτάζω
ἑορταῖος
ἑορτάσιμος
ἑορτάσιος
ἑόρτασις
ἑόρτασμα
ἑορταστής
ἑορταστικός
ἑορτή
ἑορτικός
ἑορτολόγιον
ἑορτώδης
ἑός
ἐπαβελτερόω
ἐπαγαίομαι
View word page
ἑόρτασις
holiday-keeping
ShortDef
holiday-keeping
Debugging
Headword:
ἑόρτασις
Headword (normalized):
ἑόρτασις
Headword (normalized/stripped):
εορτασις
IDX:
31954
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31955
Key:
Data
{'content': 'holiday-keeping'}