Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐξώτερος
ἐξωτέρω
ἐξωτικός
ἐξωφανής
ἐξώφορος
ἐξωχείριον
ἐξωχειριότης
ἔξωχρος
ἔοικα
ἐοικότως
ἐόλει
ἔορ
Ἐορδία
Ἐορδοί
ἑορτά
ἑορτάζω
ἑορταῖος
ἑορτάσιμος
ἑορτάσιος
ἑόρτασις
ἑόρτασμα
View word page
ἐόλει
caused to waver

ShortDef

caused to waver

Debugging

Headword:
ἐόλει
Headword (normalized):
ἐόλει
Headword (normalized/stripped):
εολει
IDX:
31945
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31946
Key:

Data

{'content': 'caused to waver'}