Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκρόπλοος
ἀκροποδητί
ἀκροπολεύω
ἀκρόπολις
ἀκροπόλος
ἀκροπόρος
ἀκροπόρφυρος
ἀκροποσθία
ἀκροπότης
ἀκρόπους
ἀκρόπρῳρον
ἀκρόπτερον
ἄκροπτυξ
ἀκρόπυρος
ἀκρορρίνιον
ἀκρορρύμιον
ἄκρος
ἀκροσαπής
ἀκροσίδηρος
ἀκροσκιρία
ἀκρόσοφος
View word page
ἀκρόπρῳρον
the end of a ship's prow

ShortDef

the end of a ship's prow

Debugging

Headword:
ἀκρόπρῳρον
Headword (normalized):
ἀκρόπρῳρον
Headword (normalized/stripped):
ακροπρωρον
IDX:
3190
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3191
Key:

Data

{'content': "the end of a ship's prow"}