Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀγαύη
Ἀγαυή
Ἀγαυός
ἀγαυός
ἀγαυρίαμα
ἀγαυριάομαι
ἀγαυρός
ἀγάφθεγκτος
ἄγγαρα
ἀγγαρεία
ἀγγαρευτής
ἀγγαρεύω
ἀγγαρήϊον
ἀγγαρήϊος
ἄγγαρος
ἀγγαροφορέω
ἀγγείδιον
ἀγγειολογέω
ἀγγειολογία
ἀγγεῖον
ἀγγειοτομία
View word page
ἀγγαρευτής
one who impresses

ShortDef

one who impresses

Debugging

Headword:
ἀγγαρευτής
Headword (normalized):
ἀγγαρευτής
Headword (normalized/stripped):
αγγαρευτης
IDX:
318
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-319
Key:

Data

{'content': 'one who impresses'}