Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀκρόπηλος
ἄκροπις
ἀκρόπλοος
ἀκροποδητί
ἀκροπολεύω
ἀκρόπολις
ἀκροπόλος
ἀκροπόρος
ἀκροπόρφυρος
ἀκροποσθία
ἀκροπότης
ἀκρόπους
ἀκρόπρῳρον
ἀκρόπτερον
ἄκροπτυξ
ἀκρόπυρος
ἀκρορρίνιον
ἀκρορρύμιον
ἄκρος
ἀκροσαπής
ἀκροσίδηρος
View word page
ἀκροπότης
a hard drinker
ShortDef
a hard drinker
Debugging
Headword:
ἀκροπότης
Headword (normalized):
ἀκροπότης
Headword (normalized/stripped):
ακροποτης
IDX:
3188
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3189
Key:
Data
{'content': 'a hard drinker'}