Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐξυπάγω
ἐξυπακουστέον
ἐξυπάλυξις
ἐξυπανίστημι
ἐξυπειπεῖν
ἐξυπερζέω
ἐξύπερθε
ἐξυπεροπτάω
ἐξυπερόπτησις
ἐξυπέρχομαι
ἐξυπηρετέω
ἐξυπηρέτησις
ἐξυπηρετητέον
ἐξυπνίζω
ἔξυπνος
ἐξυπνόω
ἐξυπονοέω
ἐξυπτιάζω
ἐξυφαίνω
ἐξύφασμα
ἐξυφηγέομαι
View word page
ἐξυπηρετέω
to assist to the utmost

ShortDef

to assist to the utmost

Debugging

Headword:
ἐξυπηρετέω
Headword (normalized):
ἐξυπηρετέω
Headword (normalized/stripped):
εξυπηρετεω
IDX:
31887
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31888
Key:

Data

{'content': 'to assist to the utmost'}