Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκροπαχής
ἀκροπενθής
ἀκρόπηλος
ἄκροπις
ἀκρόπλοος
ἀκροποδητί
ἀκροπολεύω
ἀκρόπολις
ἀκροπόλος
ἀκροπόρος
ἀκροπόρφυρος
ἀκροποσθία
ἀκροπότης
ἀκρόπους
ἀκρόπρῳρον
ἀκρόπτερον
ἄκροπτυξ
ἀκρόπυρος
ἀκρορρίνιον
ἀκρορρύμιον
ἄκρος
View word page
ἀκροπόρφυρος
with purple edge

ShortDef

with purple edge

Debugging

Headword:
ἀκροπόρφυρος
Headword (normalized):
ἀκροπόρφυρος
Headword (normalized/stripped):
ακροπορφυρος
IDX:
3186
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3187
Key:

Data

{'content': 'with purple edge'}