Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκρόπαστος
ἀκροπαχής
ἀκροπενθής
ἀκρόπηλος
ἄκροπις
ἀκρόπλοος
ἀκροποδητί
ἀκροπολεύω
ἀκρόπολις
ἀκροπόλος
ἀκροπόρος
ἀκροπόρφυρος
ἀκροποσθία
ἀκροπότης
ἀκρόπους
ἀκρόπρῳρον
ἀκρόπτερον
ἄκροπτυξ
ἀκρόπυρος
ἀκρορρίνιον
ἀκρορρύμιον
View word page
ἀκροπόρος
piercing with the point

ShortDef

piercing with the point

Debugging

Headword:
ἀκροπόρος
Headword (normalized):
ἀκροπόρος
Headword (normalized/stripped):
ακροπορος
IDX:
3185
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3186
Key:

Data

{'content': 'piercing with the point'}