Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐξουρέω
ἐξούρησις
ἐξουρικός
ἐξουρισμός
ἔξουρος
ἐξουσία
ἐξουσιάζω
ἐξουσιαστής
ἐξουσιαστικός
ἐξούσιος
ἐξοφέλλω
ἐξοφθαλμιάζω
ἐξοφθαλμίσας
ἐξόφθαλμος
ἐξοφρυόω
ἐξοχάδες
ἐξοχετεία
ἐξοχέτευσις
ἐξοχετευτέον
ἐξοχετεύω
ἐξοχή
View word page
ἐξοφέλλω
to increase exceedingly

ShortDef

to increase exceedingly

Debugging

Headword:
ἐξοφέλλω
Headword (normalized):
ἐξοφέλλω
Headword (normalized/stripped):
εξοφελλω
IDX:
31840
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31841
Key:

Data

{'content': 'to increase exceedingly'}