Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκρόνυχος2
ἀκροξιφίς
ἀκρόουλος
ἀκροπαγής
ἀκρόπαστος
ἀκροπαχής
ἀκροπενθής
ἀκρόπηλος
ἄκροπις
ἀκρόπλοος
ἀκροποδητί
ἀκροπολεύω
ἀκρόπολις
ἀκροπόλος
ἀκροπόρος
ἀκροπόρφυρος
ἀκροποσθία
ἀκροπότης
ἀκρόπους
ἀκρόπρῳρον
ἀκρόπτερον
View word page
ἀκροποδητί
on tiptoe

ShortDef

on tiptoe

Debugging

Headword:
ἀκροποδητί
Headword (normalized):
ἀκροποδητί
Headword (normalized/stripped):
ακροποδητι
IDX:
3181
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3182
Key:

Data

{'content': 'on tiptoe'}