Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐξορμέω
ἐξορμή
ἐξόρμησις
ἐξορμητικός
ἐξορμίζω
ἐξορμιστόν
ἔξορμος
ἐξόρνυμι
ἐξοροθύνω
ἐξορούω
ἐξορύσσω
ἐξορχέομαι
ἐξοσιόω
ἐξοστεΐζω
ἐξοστρακίζω
ἐξοστρακισμός
ἐξόστωσις
ἐξότε
ἐξοτρύνω
ἐξουδενισμός
ἐξουδενόω
View word page
ἐξορύσσω
to dig out
ShortDef
to dig out
Debugging
Headword:
ἐξορύσσω
Headword (normalized):
ἐξορύσσω
Headword (normalized/stripped):
εξορυσσω
IDX:
31811
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31812
Key:
Data
{'content': 'to dig out'}